- τραγουδάκι
- το, Ν(με υποκορ. σημ.) μικρό, δηλαδή ολιγόστιχο τραγούδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Mesa sti nihta ton allon — Trypes Studio album LP, CD by Trypes Released July 8, 1999 Genre Rock Label … Wikipedia
μελίσκιον — μελίσκιον, τὸ (Α) [μέλος] (υποκορ. τού μέλος) μικρό μέλος, ασμάτιο, τραγουδάκι … Dictionary of Greek
μελύδριον — μελύδριον, τὸ (Α) 1. μικρό μέλος τού σώματος («κἄν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῡ περιτεθραμμένου τούτου σώματος», Μάρκ. Αυρ.) 2. τραγουδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek
σονέτο — Ποιητική σύνθεση (από το προβηγκιανό sonet, τραγουδάκι, με μετρική δομή που αντιστοιχεί πραγματικά σε μουσικό σχήμα). Αποτελείται από δεκατέσσερις εντεκασύλλαβους στίχους, που υποδιαιρούνται συνήθως σε δύο τετράστιχα και δύο τρίστιχα (υπάρχει… … Dictionary of Greek
σφυρίζω — και σφυρώ και ως ασυναίρ. σφυράω Ν 1. εκβάλλω οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με τα δάχτυλα στο στόμα ή με ένα κατάλληλο όργανο, συρίζω 2. ειδοποιώ, ανακοινώνω, δίνω σύνθημα με σφύριγμα (α. «όταν περνάς έξω από το σπίτι μου … Dictionary of Greek
χάδι — το / χάδιν, ΝΜ, και χάιδι και ποιητ. τ. χάιδιο Ν 1. ελαφρό άγγιγμα με το χέρι, ως εκδήλωση αγάπης, στοργής, τρυφερότητας, χάιδεμα, θωπεία 2. τρυφερή περιποίηση, κολακευτικό καλόπιασμα («τού έκανε πολλά χάδια και τόν κατάφερε») 3. νάζι, ακκισμός.… … Dictionary of Greek
Λα Παλίς, Ζακ ντε- — (Jacques de La Palice, 1470 – Παβία 1525). Γάλλος ευπατρίδης και στρατάρχης. Συμμετείχε στις εκστρατείες που οργάνωσαν ο Κάρολος Η’, ο Λουδοβίκος ΙΒ’ και ο Φραγκίσκος Α’ εναντίον της Ιταλίας, ενώ τιμήθηκε για τη γενναιότητα που επέδειξε στη… … Dictionary of Greek
ταχτάρισμα — το 1. με τα χέρια κούνημα βρέφους πάνω κάτω για να καθησυχάσει ή να διασκεδάσει το ίδιο. 2. τραγουδάκι κατά το ταχτάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)